- ιθυντήριος
- -α, -ο (Α ἰθυντήριος, -ον, θηλ. και ἰθυντηρία)αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο κατευθυντήριοςνεοελλ.ναυτ. φρ. «ιθυντήρια σημεία» — σημεία στην ξηρά, κοντά στην παραλία, που δίνουν τη δυνατότητα στον πλοίαρχο να κατευθύνει το πλοίο με ασφάλεια μέσα από υφάλους κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. -τηριος (πρβλ. θερμαν-τήριος, θυσ-τήριος)].
Dictionary of Greek. 2013.